- ιδέα
- Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου και χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει οποιοδήποτε αντικείμενο της σκέψης. Σύμφωνα με μια προσέγγιση, που διατυπώθηκε από τον κοινωνιολόγο Κλοντ Μπερνάρ, η ι. ταυτίζεται με την υπόθεση: «η πρώτη κίνηση του επιστημονικού πνεύματος είναι μία υπόθεση ή ι. a priori, με τη βοήθεια της οποίας το πνεύμα φέρεται πέρα από το ακατέργαστο γεγονός».
Στη φιλοσοφική ορολογία, η ι. δηλώνει συχνά την έννοια που εκφράζει τη νοητική παράσταση ενός αντικειμένου της σκέψης. Αντίθετα, η εικόνα αποτελεί την ειδική και αισθητική παράσταση. Έτσι, παρά τις ειδικές παραστάσεις που μπορεί να λάβει ένας συγκεκριμένος άνθρωπος σε μια δεδομένη κατάσταση, η ανθρώπινη ουσία νοείται γενικά. Υπό αυτή την έννοια, η ι. συνιστά ένα καθαρά νοητικό όργανο της σκέψης, που επιτρέπει την προσέγγιση του καθολικού, ενώ η εικόνα παραμένει ειδική. Αυτό το είδος ι. δεν είναι παρά σύνολο συνοπτικών κρίσεων ή αισθητικών αντιλήψεων, μια απεριόριστη δυνατότητα κρίσεων: το να σκέπτεται κανείς την έννοια του ανθρώπου σημαίνει να θεωρεί ως δεδομένο ότι ο άνθρωπος είναι ζώο έλλογο, θνητό.
Η λέξη αυτή έλαβε ιδιαίτερη σημασία στη φιλοσοφία του Πλάτωνα και αργότερα του Καντ, όπου διακρίνεται από την έννοια ή αφηρημένη ι. Η ι. στην πλατωνική της σημασία (γράφεται τότε με κεφαλαίο) δεν αποτελεί μια γενική μορφή στις αισθητές πραγματικότητες που ενυπάρχει. Εξάγεται από την αίσθηση μέσω της λογικής κρίσης: προηγείται από τα πράγματα, είναι υπερβατική ως προς αυτά και δηλώνει τα αιώνια πρότυπα των πραγμάτων, τα οποία η ψυχή αντικρίζει πριν από την ένωσή της με το σώμα. Κάθε οv δεν υφίσταται παρά στο μέτρο που μετέχει στις Ι. Ο λεγόμενος αισθητός κόσμος δεν είναι παρά ένα αντίγραφο του νοητού κόσμου ή του κόσμου των Ι. Κυριαρχείται και ρυθμίζεται από την Ι. του αγαθού, η οποία μπορεί να προσεγγισθεί μόνο αν νοηθεί αναλογικά (κατά κάποιον τρόπο) σε σχέση με τα είδη της αρμονίας, της ωραιότητας και της αλήθειας. Η φιλοσοφία είναι μια περιπέτεια, μια πορεία που οδηγεί, με τη μεσολάβηση του αισθητού κόσμου, στη δυνατότητα εξύψωσης έως το νοητό σύμπαν, τη μοναδική απόλυτη πραγματικότητα. Στη χριστιανική σκέψη, ο κόσμος αυτός των ουσιών εξισώθηκε με τη σκέψη του ίδιου του Θεού· δηλαδή, σύμφωνα με τη διατύπωση του Αυγουστίνου, με το φυσικό φως του θείου Λόγου, το αρχέτυπο του δημιουργημένου κόσμου.
Αντλώντας από τη διδασκαλία του Πλάτωνα, ο Καντ επανεξέτασε μεν τη διάκριση εννοιών και ι., αλλά τους απέδωσε διαφορετική σημασία. Ονόμασε έννοια τη νοητική κατασκευή του πνεύματος που στηρίζεται σε μια αίσθηση για να καταλήξει σε μια γνώση. Ανεξάρτητα, όμως, από την αντιστοιχία προς την αίσθηση, η νόηση διατηρεί την εξουσία να θέσει αντικείμενα με μορφή ι., δηλαδή να τα νοήσει και όχι να τα γνωρίσει. Η αξία των ιδεών αυτών, παρότι δεν μπορεί να θεμελιωθεί αφού δεν επιδέχονται κανέναν εμπειρικό έλεγχο, έγκειται στο γεγονός ότι υποδεικνύουν στον άνθρωπο μια εξήγηση των πραγμάτων που είναι έσχατη, αλλά ταυτόχρονα υποθετική. Η ηθική εμπειρία αποδέχεται την εξήγηση αυτή ως θεμελιωμένη. Αυτές οι ι. ή έννοιες χωρίς αισθητική εποπτεία αναλύονται ειδικότερα στην ψυχολογική ι. (ψυχή), στην κοσμολογική ι. (ο κόσμος), στη θεολογική ι. (Θεός). Η άποψη ότι κάθε λογική λειτουργία περιορίζεται σε αυτή την εμπειρικά καθορισμένη λογική (την οποία ο Καντ ονομάζει διάνοια) είναι εξίσου παραπλανητική, όσο και η πίστη ότι μια αντικειμενική γνώση πρέπει πάντοτε να παρακολουθεί κάθε λειτουργία του λογικού. Κατά την καντιανή αντίληψη, η πλάνη του Πλάτωνα δεν βρίσκεται στο ότι νόησε τις ι., αλλά στο ότι τις κατέστησε πραγματοποιήσιμες κατά κάποιον τρόπο, μετατρέποντάς τις σε αντικείμενα γνώσης.
Η διάκριση αυτή της νόησης και της γνώσης ακολουθείται και από τη σύγχρονη φιλοσοφία, υπό μία έννοια, όμως, που δεν είναι πια ούτε αυστηρά πλατωνική ούτε καντιανή. Η έννοια ισοδυναμεί με την κλειστή και στατική ι. Η ι. είναι η κατευθυντήρια αρχή, η ορμή που προσανατολίζει την έρευνα. Η έννοια αποβλέπει στην ι. πέρα από τη φιλοσοφία, στο δίκαιο· παρουσιάζεται όλο και περισσότερο η τάση να αντιμετωπίζονται οι έννοιες ως πολλαπλές και προσωρινές κατασκευές, με προορισμό να εκφράζουν ολοένα καλύτερα μια ι. απροσπέλαστη καθαυτή.
Η ιδέα σύμφωνα με τον Πλάτωνα εξάγεται από την αίσθηση μέσω της λογικής κρίσης.
* * *η (ΑΜ ἰδέα, Α ιων. τ. ἰδέη)1. μορφή, όψη (α. «σαν ιδέα γαλήνης καλοκαιρινής»Ιω. Γρυπάρηςβ. «καὶ ἦν ἡ ἰδέα αὐτοῡ ὡς ἀστραπή»ΚΔγ. «τὴν ἰδέαν μοχθηρός» — βλοσυρός στην όψη, Ανδοκ.)2. (φιλοσ.) (κατά τον Πλάτωνα) στον πληθ. αἱ ἰδέαιοι αιώνιοι τύποι, τα αιώνια πρότυπα όλων ανεξαιρέτως τών όντων τού κατ' αίσθηση κόσμουνεοελλ.1. το είδωλο τών κατ' αίσθηση αντικειμένων που σχηματίζεται στον νου2. κάθε αφηρημένη έννοια3. ιδεώδες, ιδανικό («η ιδέα τής πατρίδας»)4. (φιλοσ.) α) (κατά τον Καντ) στον πληθ. οι ιδέεςοι έννοιες τού καθαρού λόγουβ) (κατά τον Χέγκελ) η παγκόσμια αρχή τού γίγνεσθαι5. γνώμη, κρίση («τί ιδέα έχεις γι' αυτόν τον άνθρωπο;»)6. φρ. α) «η Μεγάλη Ιδέα» — το ιδανικό τής ανάκτησης τής Κων / πολης και τής ανασύστασης τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίαςβ) (ειρωνικά) «μεγάλη ιδέα» — κάθε ουτοπική και χιμαιρική επιδίωξηγ) «δεν έχω ιδέα» — έχω πλήρη άγνοιαδ) «είναι όλο ιδέα» ή «έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του» — είναι πολύ εγωιστήςε) «μια ιδέα» — ελάχιστα, πολύ λίγο («μάκρυνε το φόρεμα μια ιδέα»)1. «οι ιδέες μου (σου, του κ.λπ.)» — οι αντιλήψεις μου, το πιστεύω μου (σου, του κ.λπ.)στ) «έμφυτες ιδέες» — ιδέες που, σύμφωνα με ορισμένη φιλοσοφική αντίληψη, υπάρχουν στη συνείδηση τού ανθρώπου από τη γέννησή του, ανεξάρτητα από την εμπειρία, ή προϋπάρχουν κατά τρόπο υπερβατικό, όπως είναι λ.χ. η ιδέα τού αριθμού, η ιδέα τής κίνησης κ.λπ. νεοελλ.μσν.εικόνα, παράστασηαρχ.1. αυτό που φαίνεται, το φαινόμενο σε αντιδιαστολή με την πραγματικότητα («γνώμην ἐξαπατῶσ' ἰδέαι» — εξωτερικά φαινόμενα που παραπλανούν τον νου, Θέογν.)2. είδος, τρόπος (α. «ἐφρόνεον διφασίας ἰδέας» — σκέπτονταν δύο τρόπους ενέργειας, Ηρόδ.β. «πᾶσα ἰδέα θανάτου» — κάθε είδος θανάτου, Θουκ.)3. (ρητ.) α) φιλολογική μορφή («ἀμφοτέραις ταῑς ἰδέαις κατεχρήσαντο πρὸς τὴν ποίησιν», Ισοκρ.)β το ύφος («Δημοσθενικὴ ἰδέα»)γ. η ποιότητα τού ύφους4. (λογ.) γενική αρχή ταξινόμησης5. γνώση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδ-έα < θ. ιδ- (πρβλ. ιδ-είν τού ορώ) + επίθημα -έα, το οποίο ανάγεται σε -εyα και τίθεται σε λ. παράγωγες δισύλλαβες ρηματικών ριζών (πρβλ. γεν-εά, δωρ-εά). Γενικά, η έννοια ιδέα δηλώνει απλή σκέψη η οποία γεννάται από ορισμένη ενέργεια ή αντικείμενο. Στην ελλ. η λ. ιδέα είχε αρχικά τη σημ. «μορφή, όψη, είδος», αργότερα δε ο Πλάτων τη χρησιμοποίησε με τη σημ. «πρότυπο». Διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες δανείστηκαν τον τ. ιδέα (πρβλ. αγγλ. idea, γαλλ. idee, γερμ. Idee) με τις σημ. που είχε στην αρχ. ελλ., αλλά αργότερα η λ. έλαβε την πιο αφηρημένη σημ. «απλή σκέψη».ΠΑΡ. νεοελλ. ιδεάζω, ιδεαλισμός, ιδεαλιστής, ιδεατός, ιδεώδης.ΣΥΝΘ. μσν. ιδεάρχηςνεοελλ.ιδεόγραμμα, ιδεογραφία, ιδεοκράτης, ιδεοκρατία, ιδεοκρατικός, ιδεοληπτικός, ιδεοληψία, ιδεολόγος, ιδεοπλασία].
Dictionary of Greek. 2013.